- αντιρρυπαντικός
- -ή, -όαυτός που εμποδίζει τη ρύπανση ή την καταπολεμά: Αντιρρυπαντικά μέτρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.